- ἐννεακέφαλος
- ἐννεακέφαλοςnine-headedmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εννεακέφαλος — ἐννεακέφαλος, ον (Μ) (για τη λερναία ύδρα) αυτός που έχει εννέα κεφάλια … Dictionary of Greek
ἐννεακέφαλον — ἐννεακέφαλος nine headed masc/fem acc sg ἐννεακέφαλος nine headed neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εννέα — και εννιά (AM ἐννέα) άκλ. (απόλ. αριθμτ.) δηλώνει ποσότητα 9 μονάδων νεοελλ. 1. (για χρονολογίες και ημερομηνίες) αντί για το ένατος 2. ως ουσ. το εννέα α) το αριθμητικό σύμβολο τού αριθμού εννέα β) αντικείμενο που έχει την ένατη σειρά ανάμεσα σε … Dictionary of Greek